αμαστίγωτος

αμαστίγωτος
-η, -ο (Α ἀμαστίγωτος, -ον) [μαστιγῶ]
αυτός που δεν μαστιγώθηκε, δεν χτυπήθηκε με μαστίγιο
νεοελλ.
αυτός που δεν επικρίθηκε με δριμύτητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀμαστίγωτος — unscourged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαστίγωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε δάρθηκε με το βούρδουλα: Ακόμη και τους ηλικιωμένους δεν τους άφησαν αμαστίγωτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμαστιγώτοις — ἀμαστίγωτος unscourged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαστίγωτοι — ἀμαστίγωτος unscourged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάστικτος — ἀμάστικτος, ον (Μ) [μαστίζω] αμαστίγωτος …   Dictionary of Greek

  • ανίμαστος — ἀνίμαστος, ον (Α) αμαστίγωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν + ἱμάσσω (< ἱμάς) «μαστιγώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”